- απύραυλος
- -η, -οπεριοχή που δεν έχει επιθετικούς ή αμυντικούς πυραύλους: Προτάθηκε να γίνουν τα Βαλκάνια περιοχή απύραυλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.